- ὀναγός
- ὀνᾱγός, ὁ, dialect form of [dialect] Att. Ονηγός,A ass-driver, v.l. in Plaut. Asin.Prolog.10 ; cf.
ὄναγρος 1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄναγρος 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οναγός — ὀναγός, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ονηγός … Dictionary of Greek
Diphilus — Diphilus, of Sinope, was a poet of the new Attic comedy and contemporary of Menander (342 291 BC). Most of his plays were written and acted at Athens, but he led a wandering life, and died at Smyrna. He was on intimate terms with the famous… … Wikipedia
ονηγός — ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός) οδηγός όνου, ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
Δημόφιλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Νέας κωμωδίας (4ος 3ος αι. π.Χ.). Φέρεται ως ο συγγραφέας της κωμωδίας Οναγός, που μεταφράστηκε στα λατινικά και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από τον Πλαύτο για τη συγγραφή του έργου του Asinaria. 2.… … Dictionary of Greek